- τυχηρός
- -ή, -ό / τυχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», Αισχύλ.)2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίοςνεοελλ.1. αυτός που φέρνει καλή τύχη («είναι το τυχερό του νόμισμα»)2. το ουδ. ως ουσ. το τυχερόκαθετί που εξαρτάται από την καλή ή την κακή τύχη κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τυχεράαπρόβλεπτα κέρδη4. φρ. «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η έκβαση εξαρτάται από την τύχη και όχι από τις ικανότητες τού παίκτη.επίρρ...τυχηρῶς Α 1. με τύχη2. κατά τύχην.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα -ηρός (πρβλ. λαμπ-ηρός, νοσ-ηρός). Ο νεοελλ. τ. τυχερός < τυχηρός, κατά τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. λαμπ-ηρός: λαμπερός)].
Dictionary of Greek. 2013.